κρημνοποιός

κρημνοποιός
κρημνοποιός, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται στομφώδεις λέξεις («ἐγὼ γὰρ Αἰσχύλον νομίζω... στόμφακα, κρημνοποιόν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ποιός (< ποιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρημνοποιός — speaking crags masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνοποιόν — κρημνοποιός speaking crags masc/fem acc sg κρημνοποιός speaking crags neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”